Πλουμή - Παραγιουδάκης

Κακοποίηση ανδρών - Συμβαίνει και στην Ελλάδα

Μπορεί ακόμα και σήμερα να ακούγεται περισσότερο ως ανέκδοτο, αλλά ήδη από το 1974 ο Gelles διαπίστωσε ότι οι άντρες σύζυγοι έπεφταν θύματα βίας σχεδόν με την ίδια συχνότητα όσο και οι γυναίκες.
Το 1994 στις ΗΠΑ 167 χιλιάδες άνδρες κατήγγειλαν ότι είχαν δεχτεί σωματική βία από τις συντρόφους τους και πολύ περισσότεροι παραδέχτηκαν ότι έχουν βιώσει παρόμοια περιστατικά, αλλά δεν το ανέφεραν πουθενά, για να μην γελοιοποιηθούν.

Το ίδιο επιβεβαιώθηκε τυχαία και από άλλες έρευνες ( Tjaden & Thoennes, 2000) δεδομένου ότι πρόθεσή τους ήταν να καταγράψουν τη γυναικεία κακοποίηση, επισημαίνει ο Ευστράτιος Παπάνης, επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Έτσι, τα φειδωλά επίσημα στοιχεία καταλήγουν ότι τουλάχιστον το 12,4% των ανδρών έχει δεχτεί φυσική βία από την επίσημη ή πρώην σύζυγο, ενώ το 4,6% ότι έχει πέσει θύμα ακραίων συμπεριφορών από τη γυναίκα, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται κλωτσιές, μπουνιές, δαγκώματα, χρήση μαχαιριού ή όπλου (Straus, 1980). Στις ερωτηθείσες γυναίκες, οι περισσότερες παραδέχτηκαν ότι πολύ συχνά υπερβαίνουν τα εσκαμμένα κυρίως με το πέταγμα αντικειμένων εναντίον του συντρόφου τους με σκοπό να τον πληγώσουν.

Η οικογενειακή βία δεν μπορεί να ερμηνευτεί απλοϊκά με σεξιστικούς όρους, όπως επεχείρησαν να το κάνουν οι γυναικείες οργανώσεις, αλλά είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο. Το 1991 οι Follingstad et all απέδειξαν ότι τα φαινόμενα ανδρικής κακοποίησης δεν οφείλονταν σε αυτοάμυνα των γυναικών, αλλά είχαν όλα τα χαρακτηριστικά κανονικής επίθεσης, που μπορούσε να αποδοθεί στο θυμό, στην εκδίκηση, στην αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων προφορικά, στην άσκηση εξουσίας, στη ζήλια, στην έλλειψη κατανόησης, στο άγχος και στη διεκδίκηση του ελέγχου.

Το ανησυχητικό είναι ότι η χρήση βίας εκ μέρους των γυναικών σχεδόν διπλασιάζεται από δεκαετία σε δεκαετία. Έρευνες σε νιόπαντρα ζευγάρια έδειξαν ότι πριν από το γάμο το 44% των γυναικών είχαν ασκήσει βία, 18 μήνες μετά το γάμο το ποσοστό ανέρχεται σε 36% και 30 μήνες μετά το γάμο το 32% δήλωσε ότι εξακολουθεί να καταφεύγει σε παρόμοιες συμπεριφορές. Παράλληλα, βρέθηκε ότι ενώ οι άνδρες έτειναν να μαλακώνουν με το χρόνο και τη συμβίωση, οι γυναίκες γίνονταν ολοένα και πιο επιθετικές. Ο O’ Leary (1989) διαπίστωσε ότι στο 41-57% των περιπτώσεων αυτών, ο σύζυγος που δεχόταν επίθεση κατέφευγε σε βίαιη αυτοάμυνα, αλλά το υπόλοιπο 30- 40% δεχόταν τη βία παθητικά.

Καθώς αναλύουμε την ενδο-οικογενειακή βία καταρρίπτεται πλέον ο μύθος του άνδρα θύτη και της γυναίκας θύματος και τείνουμε να ομιλούμε για βίαια ζευγάρια. Στο 58,5% των περιπτώσεων αναφοράς βίας αυτή ήταν αμοιβαία, ενώ στο 41,5% η άσκησή της οφειλόταν εξίσου στη γυναίκα όσο και στον άνδρα. Σε έρευνα των Simonelli & Ingram (1998) σε φοιτητές διαπιστώθηκε ότι ποσοστό 40% των ανδρών είχε υποστεί βία από την κοπέλα του και το 29% αναγκάστηκε να καταφύγει σε νοσοκομείο. Παρά το γεγονός ότι ο άνδρας μπορεί να ασκήσει μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη ή να περιορίσει αποτελεσματικότερα την επιτιθέμενη σύντροφό του, οι γυναίκες καταφεύγουν σε πιο περίπλοκες και καλύτερα σχεδιασμένες μορφές βίας, οι οποίες εξισώνουν τα ποσοστά. Αυτό επιβεβαιώνεται απόλυτα στις περιπτώσεις ενδο-οικογενειακής βίας που καταλήγουν σε θάνατο ή σε σοβαρό τραυματισμό.

’Με επίγνωση ότι η παρούσα έρευνα είναι από τις πρώτες που ασχολούνται με το θέμα της ανδρικής κακοποίησης στην Ελλάδα και ότι αποτελεί θέμα ταμπού και για άνδρες και για γυναίκες, ενώ τα αποτελέσματα μπορούν να λάβουν πολλές ερμηνείες, παρουσιάζουμε τα κυριότερα ευρήματα, που καταγράφουν πιλοτικά τη γενική τάση’, σημειώνει ο κ. Παπάνης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά το χρονικό διάστημα 2006-2008.

Δείγμα: Στην έρευνα συμμετείχαν 250 άνδρες οι οποίοι εξετάστηκαν ξεχωριστά, 280 γυναίκες, που εξετάστηκαν ξεχωριστά και 142 έγγαμα ζευγάρια, που εξετάστηκαν σε κοινή συνέντευξη. Από τους άνδρες, οι 115 ήταν έγγαμοι και οι 135 σε κάποια μορφή σχέσης (αρραβωνιασμένοι (14), σε συμβίωση (19), διαζευγμένοι (42), σε διάσταση (35) και σε απλή σχέση (25) ). Από τις γυναίκες, οι 167 ήταν έγγαμες και οι 113 σε κάποια μορφή σχέσης (αρραβωνιασμένες (18) , σε συμβίωση (11), διαζευγμένες (22), σε διάσταση (25) και σε απλή σχέση (37). Το δείγμα προερχόταν από αστικές (37%), ημιαστικές (46%) και αγροτικές περιοχές (17%) της Ελλάδας, ενώ το εύρος της ηλικίας τους ήταν από 18-65 ετών. Οι ερωτώμενοι συμπλήρωσαν ερωτηματολόγιο, ενώ τα ζευγάρια που εξετάστηκαν από κοινού πέρασαν και από ημιδομημένη συνέντευξη.

Τα ποσοστά των ανδρών που εξετάστηκαν χωριστά και ανέφεραν ότι είχαν πέσει θύματα φυσικής βίας χωρίς οι ίδιοι να έχουν πρώτοι επιτεθεί (χαστούκι, κλωτσιά, γρατζουνίσματα, πέταγμα αντικειμένων, τραυματισμός κλπ) από τις γυναίκες ήταν: Παντρεμένοι 34,7%, σε συμβίωση 25,2%, διαζευγμένοι 37,6%, σε διάσταση 48,1%, αρραβωνιασμένοι 8% και σε απλή σχέση 23,5%. Τα ποσοστά των γυναικών που εξετάστηκαν ξεχωριστά και ανέφεραν ότι άσκησαν φυσική βία, ενώ δεν βρίσκονταν σε άμυνα ήταν: Παντρεμένες 32%, σε συμβίωση 29,8%, διαζευγμένες 26,8%, σε διάσταση 36%, αρραβωνιασμένες 3% και σε απλή σχέση 26,4%. Στα έγγαμα ζευγάρια οι άνδρες ανέφεραν ότι δέχτηκαν επίθεση σε ποσοστό 31,5%, ενώ οι γυναίκες δήλωσαν ότι επιτέθηκαν σε ποσοστό 38,4%.

Να σημειωθεί ότι, όπως έχουν αποδείξει οι Goldberg and Tomianovich (1984) και Smith (et al., 1992) οι άνδρες – παρά το κοινό στερεότυπο- υφίστανται εξίσου σοβαρούς τραυματισμούς κατά την γυναικεία φυσική βία, όσο και οι γυναίκες. Στην ελληνική έρευνα το 12,7% των ανδρών που εξετάστηκε ξεχωριστά ανέφερε ότι αναγκάστηκε να καταφύγει σε νοσοκομείο για την περιποίηση τραυμάτων που οφείλονταν σε γυναικεία επίθεση, ενώ το 23% των γυναικών ανέφερε ότι σκοπός της επίθεσης που έκανε ήταν ο σοβαρός τραυματισμός ή η βλάβη του άντρα.

Τα αντίστοιχα ποσοστά ψυχολογικής βίας, όπως δηλώθηκαν από τους άνδρες που εξετάστηκαν ξεχωριστά, ήταν: Παντρεμένοι 89,3%, σε συμβίωση 65,7%, διαζευγμένοι 93%, σε διάσταση 98%, αρραβωνιασμένοι 27,7% και σε απλή σχέση 54%. Οι γυναίκες φαίνεται να αναγνωρίζουν καλύτερα την φυσική παρά την ψυχολογική βία, όταν την ασκούν. Έτσι από όσες εξετάστηκαν ξεχωριστά, οι παντρεμένες ανέφεραν ψυχολογική βία προς τον σύντροφό τους σε ποσοστό 31,5%, οι αρραβωνιασμένες 3%, όσες ήταν σε συμβίωση 26%, οι χωρισμένες 35%, οι εν διαστάσει 38,5% και όσες ήταν σε απλή σχέση 41%. Τέλος στα έγγαμα ζευγάρια που εξετάστηκαν μαζί, το ποσοστό ψυχολογικής βίας που αναφέρθηκε ήταν 78% εκ μέρους των ανδρών και 52,6% εκ μέρους των γυναικών.

Ένα πολύ σημαντικό εύρημα είναι ότι η ψυχολογική κακοποίηση του άνδρα πολλές φορές δεν ασκείται αποκλειστικά από τη σύζυγο αλλά και από άλλα μέλη της οικογένειας καταγωγής της. Έτσι από τους παντρεμένους άνδρες που εξετάστηκαν χωριστά το 76,8% δηλώνει ότι ψυχολογική βία δέχτηκε και από τη μητέρα, τον πατέρα ή άλλο μέλος της οικογένειας της συζύγου, ενώ συμφωνεί με αυτό το 57% των γυναικών.
Μία ερώτηση της έρευνας αφορούσε την έναρξη και συνέχιση της φυσικής ή ψυχολογικής βίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών. Από τους άνδρες που ανέφεραν ότι ασκούσαν ψυχολογική ή και σωματική βία, το 38% θεώρησε ότι αρχικά ήταν υπαίτιο γι’ αυτήν, 35% κατηγόρησε τη σύντροφο και 27% απέδωσε την ευθύνη και στους δύο. Οι γυναίκες που βίωσαν ενδοοικογενειακή βία, απέδωσαν την ευθύνη για την έναρξη του διαπληκτισμού κατά 52% στις ίδιες, 30% στους συντρόφους τους και 18% και στους δύο.

Οι άνδρες που πέφτουν θύματα κακοποίησης από τη σύντροφό τους βιώνουν θυμό (75%), συναισθηματική καταρράκωση (40%), κατάθλιψη και ταπείνωση (35%), τάση για εκδίκηση (25%), αίσθημα ότι είναι ευάλωτοι (23%), και φόβο ή ντροπή (15%). Οι συνέπειες είναι ακόμα πιο έντονες στους νεαρούς άντρες: η εμπειρία μιας πρώιμης βίαιης σχέσης στιγματίζει τις μετέπειτα αλληλεπιδράσεις τους με το ‘ασθενές’ φύλο και τους καθιστά πιο ευάλωτους σε μελλοντικά καταθλιπτικά επεισόδια και στην εμφάνιση ψυχοσωματικών συμπτωμάτων.

Μάλιστα η επικινδυνότητα αυξάνεται ανάλογα με την ένταση της βιωμένης βίας. Ο συνδυασμός των δύο (φυσικής και ψυχολογικής) μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την ομαλή κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του άνδρα.

Στην ψυχολογική βία που αντιμετωπίζουν οι διαζευγμένοι ή οι εν διαστάσει άνδρες περιλαμβάνεται και το σύνδρομο της γονικής αποξένωσης κατά το οποίο η γυναίκα στρέφει εναντίον του πατέρα το παιδί ή τα παιδιά τους. Στην έρευνα ( Παπάνης Ε, Η αυτοεκτίμηση των παιδιών από χωρισμένους γονείς) διεφάνη ότι αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό στις ελληνικές οικογένειες.

Τα στοιχεία της έρευνας είναι συντριπτικά:
Η μητέρα αναλαμβάνει την κηδεμονία των παιδιών στο 87,1% των περιπτώσεων (85,7% των αγοριών και 88,1% των κοριτσιών) έναντι του 12,9% των περιπτώσεων, όπου ο πατέρας είναι ο υπεύθυνος κηδεμόνας των παιδιών (14,3% των αγοριών και 11,9% των κοριτσιών).
Το 38,1% των αγοριών σε σχέση με το 68,3% των κοριτσιών διατηρεί επαφή μόνο με τη μητέρα του μετά το διαζύγιο. Αντιθέτως, το 11,9% των αγοριών και το 6,7% των κοριτσιών διατηρεί επαφές μόνο με τον πατέρα. Και με τους δύο γονείς έχει σχέσεις το 47,6% των αγοριών και το 23,3% των κοριτσιών, ενώ μόνο το 2,4% των αγοριών και το 1,7% των κοριτσιών δεν διατηρεί επαφές με κανέναν από τους δύο γονείς. Η διαφορά αυτή στα ποσοστά είναι στατιστικώς σημαντική.

Διαφοροποιήσεις παρουσιάζονται ανάμεσα στα δύο φύλα και όσον αφορά την απόδοση ευθυνών για το διαζύγιο. Συγκεκριμένα, το 46,3% των αγοριών και το 66,7% των κοριτσιών θεωρεί ότι υπεύθυνος για το χωρισμό είναι ο πατέρας. Τα ποσοστά αυτά μειώνονται σε 12,2% για τα αγόρια και 11,7% για τα κορίτσια, όταν υπεύθυνη για το χωρισμό θεωρείται μόνο η μητέρα. Το 41,5% των αγοριών και το 21,7% των κοριτσιών αποδίδουν την ευθύνη και στους δύο γονείς.

Στους αστικούς χώρους περισσότερο υπεύθυνος για το χωρισμό θεωρείται ο πατέρας, γεγονός που ισχύει και για χωριά-μικρές πόλεις, σε μικρότερο ποσοστό.
Το 61,1% των παιδιών ηλικίας 15-25 θεωρούν υπεύθυνο για το χωρισμό τον πατέρα, το 11,1% τη μητέρα και το 27,8% και τους δύο. Στην ηλικιακή ομάδα 26-36 ετών, το 22,2% θεωρεί υπεύθυνο τον πατέρα, το 22,2% τη μητέρα και το 55,6% και τους δύο.
Ενώ μόλις το 28,9% των παιδιών ηλικίας 15-25 ετών διατηρεί επαφή και με τους δύο γονείς, στις ηλικίες 26-36 το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 88,9%. Η διαφοροποίηση αυτή είναι στατιστικώς σημαντική.

Οι περισσότερες μελέτες μέχρι τώρα έχουν εσφαλμένα επικεντρωθεί στις περιπτώσεις που ο άνδρας είναι αποκλειστικά θύτης ή μόνο θύμα. Η συνηθέστερη όμως περίπτωση είναι η εμφάνιση αμοιβαίας βίας στο ζευγάρι και τότε η διαχωριστική γραμμή θύτη και θύματος είναι θολή. Οι ρόλοι γίνονται συμπληρωματικοί και φαίνεται ότι υπάρχει ένα άδηλο νοσηρό συμβόλαιο μεταξύ των συντρόφων.

Η συναισθηματική ή ψυχολογική κακοποίηση των ανδρών αναφέρεται σε συμπεριφορές που έχουν ως σκοπό να ταπεινώσουν, να εξευτελίσουν και να ντροπιάσουν τον άνδρα, να τον κάνουν να νιώσει ανίκανος, άχρηστος, ένοχος και τελικά να του μειώσουν το αυτοσυναίσθημα. Τέτοιες συμπεριφορές εκ μέρους των γυναικών είναι οι φωνές, η διαρκής γκρίνια, οι τσιρίδες, οι προσβολές, οι ειρωνείες και ο σαρκασμός, η γελοιοποίηση μπροστά σε άλλους, ο οικονομικός έλεγχος, η αποκοπή του άνδρα από συγγενείς και φίλους, η εσκεμμένη διακοπή της λεκτικής επικοινωνίας από τη σύζυγο, η άσκηση ελέγχου σε κάθε πτυχή της ζωής του άνδρα, η διαρκής αρνητική κριτική κλπ. Σε πολλές περιπτώσεις η ψυχολογική κακοποίηση μπορεί να συνυπάρχει με τη φυσική.

Τα στοιχεία είναι συντριπτικά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανδρών θα βιώσει σε κάποια στιγμή της ζωής του συναισθηματική βία από τη σύντροφό του, αλλά σπάνια ή ποτέ δεν θα το αναφέρει στους φίλους και πολύ περισσότερο στις αρχές. Κι όμως οι συνέπειές της θα είναι καθοριστικές, δεδομένου ότι θα επηρεαστεί αρνητικά η αυτοεκτίμησή του, η εργασιακή του απόδοση, η κοινωνική του ζωή και η προσωπική και πνευματική του εξέλιξη.

Οι νεαροί άνδρες διατρέχουν πέντε φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να υποστούν ψυχολογική κακοποίηση σε σύγκριση με τους μεγαλυτέρους και κρίσιμες φάσεις της ζωής του ζευγαριού (πχ. Συνταξιοδότηση, αλλαγή επαγγέλματος, απώλεια δουλειάς, χαμηλό εισόδημα, υπερωρίες, γέννηση παιδιών) θα επιτείνουν το φαινόμενο. Έχει πλέον διαπιστωθεί ότι οι γυναίκες που βιώνουν οι ίδιες έντονες κοινωνικές και διαπροσωπικές συγκρούσεις, διαθέτουν μεταιχμιακή προσωπικότητα, καταναλώνουν υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ, πάσχουν από κατάθλιψη ή κυκλοθυμίες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ασκήσουν ψυχολογική κακοποίηση στους συντρόφους τους. Η συμπεριφορά αυτή, κατά κανόνα, αντανακλά δικές τους εσωτερικές συγκρούσεις, παιδικά τραύματα ή ανασφάλειες.

Φωνάζουν στους άντρες τους θεωρώντας τους υπεύθυνους για οτιδήποτε αρνητικό συμβαίνει, αντί να παραδεχτούν το πρόβλημά τους, έχουν μη ρεαλιστικές προσδοκίες και απαιτήσεις από αυτούς, τους θεωρούν ένοχους για τα δικά τους συναισθήματα και τους κατηγορούν ότι αυτοί δεν κάνουν κάτι για να τα αλλάξουν. Διαβλέπουν κακή πρόθεση σε κάθε τους ενέργεια και φροντίζουν να τους μειώνουν σε κάθε περίσταση. Συχνά ενδύονται την εικόνα του θύματος και πολλές φορές κερδίζουν την υποστήριξη φίλων που δεν γνωρίζουν ποια ακριβώς είναι η αλήθεια.

Το ανδρικό στερεότυπο, που θέλει τον άνδρα ισχυρό, σίγουρο, ανεξάρτητο, αυτάρκη πλήττεται και αυτό προκαλεί έντονα συναισθήματα στον κακοποιημένο σύντροφο, ο οποίος, εάν το αναφέρει, θα αντιμετωπίσει σκεπτικισμό, έκπληξη και ειρωνεία. Η εσωτερίκευση του γεγονότος, όμως, θα προκαλέσει συναισθηματική ανισορροπία και θα καταρρακώσει το αυτοσυναίσθημα του άντρα, που αισθάνεται εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση που διαρκώς επιδεινώνεται. Πολλά θύματα ψυχολογικής κακοποίησης δήλωσαν ότι η γελοιοποίηση μπροστά σε φίλους προκαλούσε πιο οδυνηρά συναισθήματα ακόμα και από τη φυσική βία εκ μέρους των γυναικών.

Η πορεία της ψυχολογικής κακοποίησης μερικές φορές ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία: Αρχικά η γυναίκα είναι εκνευρισμένη για κάποια αιτία που δεν αποκαλύπτει στο σύντροφό της. Ο άνδρας διαπιστώνει τη δυσθυμία της και φοβούμενος έκρηξη θυμού αρχίζει να τη ρωτά τι έχει, υποψιαζόμενος ότι κάτι έχει κάνει που την ενόχλησε. Η γυναίκα θέλει να του μιλήσει, ώστε να αισθανθεί λιγότερη μοναξιά. Αρχικά αποδίδει τη σύγκρουση στον άνδρα και αυτός σε αντίδραση απομονώνεται συναισθηματικά και επιχειρεί να της εξηγήσει με λογικά πλέον επιχειρήματα.
Η γυναίκα τότε, που περιμένει συναισθηματική υποστήριξη, νιώθει αγνοημένη, βιώνει έλλειψη συναισθηματικής στήριξης, δεν κατανοεί κανένα από τα λογικά του επιχειρήματα ή διαστρεβλώνει συναισθηματικά το λογικό μήνυμά τους, οργίζεται εναντίον ενός άντρα που δεν διαβλέπει κάποιο σημαντικό πρόβλημα, που για εκείνη είναι βασικό. Η γυναίκα οργίζεται και αρχίζει να αποδίδει σε αυτόν τις αιτίες όλων των προβλημάτων στη σχέση τους. Αναρωτιέται εάν ο άντρας της έχει καθόλου συναισθήματα ή γιατί δεν της τα αποκαλύπτει. Τελικά επιτίθεται σε αυτόν, τον χαρακτηρίζει ψεύτη και εμπλέκει στο λόγο της και πρόσωπα του συγγενικού ή φιλικού του περιβάλλοντος. Τον αποκαλεί ανίκανο και άχρηστο. Απομονώνεται στο δωμάτιό της και καταφεύγει σε ψυχολογικό πόλεμο.

Η κατάσταση αυτή μπορεί να κρατήσει για εβδομάδες και να καταλήξει στην πλήρη απαξίωση του άνδρα. Ο σύντροφος τότε ενοχοποιεί τον εαυτό του, νιώθει ανίκανος να την καταλάβει και απομακρύνεται ακόμα περισσότερο. Ο κίνδυνος για ψυχολογική βία αυξάνεται όταν μπροστά στο σκηνικό βρίσκονται παιδιά, στα οποία η γυναίκα κοινοποιεί πόσο φαύλος είναι ο πατέρας τους. Αυτό ολοκληρώνει τη συναισθηματική συντριβή του άνδρα. Σε κάποια στιγμή ο άνδρας φτάνει στα όριά του, σπάει κάτι, χτυπά τη γροθιά του στο τραπέζι, για να της δείξει ότι αυτό είναι το τελευταίο που μπορεί να δεχτεί, ότι και αυτός είναι εξοργισμένος. Επιτυγχάνει, όμως, το ακριβώς αντίθετο.
Τόσο καιρό δεν της έδειχνε τα συναισθήματά του. Ποτέ δεν της έδωσε να καταλάβει ότι μπορεί να ελέγξει την κατάσταση. Πάντα υποχωρούσε ή αντιδρούσε παθητικά στην ποικιλία ψυχολογικής βία, που του εξασκούσε. Άρα ο θυμός του είναι εύκολα διαχειρίσιμος. Αντί να καταλάβει ότι η κατάσταση έχει βγει εκτός ελέγχου, τον προκαλεί λέγοντάς του ‘ Τι θα κάνεις, θα με χτυπήσεις. Κάντο και θα σε καταστρέψω οικονομικά. Δεν θα δεις ποτέ ξανά τα παιδιά σου.’
Ο άνδρας αποχωρεί και αυτό την εξοργίζει ακόμα περισσότερο. Ο κύκλος της ψυχολογικής βίας έχει διαιωνιστεί, αλλά αυτό ήταν εκείνο που η ίδια επεδίωκε υποσυνείδητα.

Το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί οι σύντροφοι επιλέγουν να μείνουν με κάποιον που τους κακοποιεί σωματικά ή συναισθηματικά. Για τις γυναίκες η βιβλιογραφία αναφέρει ποικίλους κοινωνικούς ή πολιτισμικούς ρόλους, συναισθηματική εξάρτηση από το σύντροφο και φόβο ότι θα εκδικηθεί τον ενδεχόμενο χωρισμό. Για τους άνδρες, οι οποίοι συνήθως έχουν και τα οικονομικά μέσα να χωρίσουν και ο κοινωνικός στιγματισμός δεν είναι τόσο έντονος, ο κυριότερος λόγος είναι η δέσμευση που συνεπάγεται ο γάμος. Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά δεν είναι συνήθως ο άντρας αυτός που επιλέγει να χωρίσει, αλλά οι γυναίκες. Ταυτόχρονα, η νομοθεσία είναι απόλυτα άδικη εις βάρος των ανδρών.
Ο άνδρας θα αναγκαστεί να αλλάξει τρόπο ζωής, θα βλέπει τα παιδιά του υπό εξευτελιστικές και οριοθετημένες συνθήκες, τα οικονομικά του θα επιδεινωθούν. Ο γονεικός τους ρόλος επισκιάζεται εσφαλμένα από αυτόν της μητρότητας, οι επιπτώσεις ενός διαζυγίου επιβαρύνουν περισσότερο τους άνδρες και η βίωση του χωρισμού είναι πολύ εντονότερη. Σε πανελλήνια έρευνα (Παπάνης 2004) βρέθηκε ότι οι χωρισμένες γυναίκες είχαν πολύ υψηλότερα ποσοστά αυτοεκτίμησης σε σύγκριση με τους διαζευγμένους άντρες, οι οποίοι καθηλώνονταν για πολλά χρόνια στην τραυματική φάση του χωρισμού.

Τέλος, τα κοινωνικά στερεότυπα του ‘ισχυρού’ φύλου θα αναγκάσουν τον κακοποιημένο άνδρα να υποστεί το σαρκασμό, τα πειράγματα και τη γελοιοποίηση, αν διανοηθεί να καταγγείλει το γεγονός.
‘Είναι καιρός η κοινωνία μας να απαγκιστρωθεί από τα στερεότυπα όσον αφορά τα δύο φύλα και να επαναπροσδιορίσει το ρόλο τους με πιο ορθολογικά κριτήρια και λιγότερες υστερικές φωνές’, καταλήγει ο κ. Παπάνης. klikAsk4.gr