Πλουμή - Παραγιουδάκης

Τι δουλειά έχει η Ελληνική σημαία στα Lidl;


Η Lidl, ο Γερμανικός κολοσσός που δραστηριοποιείται με πολλές εκατοντάδες καταστήματα σε δεκάδες χώρες, κατέχει ένα ικανοποιητικό μερίδιο στην αγορά με πολλούς και φανατικούς επισκέπτες, αλλά και αρκετούς που δεν βλέπουν με καλό μάτι την επέκταση της Γερμανικής εταιρείας στην χώρα μας – ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, την περίοδο των μνημονίων.

Όταν η εταιρεία ήρθε στην Ελλάδα, συνάντησε ένα κύμα αντιδράσεων και «διαμαρτυρίας» από τους πιστούς υποστηριχτές της εθνικής οικονομίας. Από μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών που δεν ήθελαν τα χρήματά τους να φεύγουν από τον τόπο μας και στήριζαν με θέρμη τα τοπικά σούπερ μάρκετ. Αυτό βέβαια έγινε άμεσα αντιληπτό – όπως ήταν άλλωστε φυσικό – από τα στελέχη του Γερμανικού κολοσσού, που ξεκίνησαν τις «διορθωτικές κινήσεις». Ελληνικά προϊόντα στο ράφι, αύξηση των ενεργειών Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης και – από τα σημαντικότερα για την ψυχολογία του καταναλωτή – προσθήκη Ελληνικής σημαίας στο λογότυπο της εταιρείας. Ιδιαίτερα το τελευταίο, είναι μια άκρως αποτελεσματική τακτική που έχει ακολουθήσει η Lidl και σε άλλες χώρες:

Στην Κύπρο έχει ακριβώς την ίδια εικόνα με την Ελλάδα, με την σημαία της Κύπρου.

Στην Αυστρία, έχει ένα διαφορετικό λογότυπο – καρδιά με την Αυστριακή σημαία.

Στην Ιταλία έχει ένα ακόμα πιο έντονο σήμα με την Ιταλική σημαία, που παραπέμπει σε λογότυπο ομάδας.

Σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία, την Πορτογαλία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Βέλγιο, την Τσεχία, την Ρουμανία και αλλού, τα εθνικά σύμβολα των χωρών απουσιάζουν από το λογότυπό της. Γιατί; Πιθανόν δεν υπάρχει λόγος να προστεθούν αφού δεν παρουσιάζονται αντιδράσεις από τους καταναλωτές…

Φυσικά, το να «πουλάει» μια εταιρεία εντοπιότητα σε όποια χώρα κι αν δραστηριοποιείται, είναι στοιχείο του σύγχρονου μάρκετινγκ. Είναι μια δοκιμασμένη και αποτελεσματική τακτική επικοινωνίας, που προσφέρει «άλλοθι» στον καταναλωτή, κάμπτει αντιστάσεις και προφανώς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στοιχείο «κατηγορίας». Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αυτή η τακτική δημιουργεί και μια γενιά «παραπλανημένων» καταναλωτών, που με την πάροδο του χρόνου «ξεχνούν» (ή ίσως και δεν μαθαίνουν ποτέ) την πραγματική χώρα προέλευσης της κάθε εταιρείας.
Φυσικά και δεν είναι κατακριτέο να επιλέγει ο καταναλωτής συνειδητά να καλύπτει τις ανάγκες του από μια ξένη εταιρεία. Πόσο όμως ηθικό είναι να προσπαθεί κάποιος να κάνει το άσπρο – μαύρο τροποποιώντας την ταυτότητά του; Ιδού το ερώτημα…